ἀνταποδοτικά

ἀνταποδοτικά
ἀνταποδοτικός
belonging to
neut nom/voc/acc pl
ἀνταποδοτικά̱ , ἀνταποδοτικός
belonging to
fem nom/voc/acc dual
ἀνταποδοτικά̱ , ἀνταποδοτικός
belonging to
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ΕΟΦ — (Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων). Κρατικός οργανισμός που λειτουργεί ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Ιδρύθηκε με τον νόμο 1316/1983, υπάγεται στη δικαιοδοσία του υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας και έχει ως αποστολή του την προστασία της δημόσιας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”